- ξηγώ
- -άωβλ. εξηγώ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
(ε)ξηγώ — (ε)ξήγησα, (ε)ξηγήθηκα, (ε)ξηγημένος, μτβ. 1. κάνω κάτι καταληπτό, αναπτύσσω, διασαφηνίζω: Δεν εξήγησε τους λόγους της παραίτησής του. 2. εκθέτω τα αίτια γεγονότος ή φαινομένου, αιτιολογώ: Να μας εξηγήσετε την έκλειψη του ήλιου. 3. ορίζω την… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξηγώ — και ξηγώ, άω (AM ἐξηγῶ, έω, Α και ἐξηγοῡμαι, έομαι) 1. ερμηνεύω, διασαφώ («τούτων οἱ πολλοὶ ἐξηγούμενοι τὸν ποιητήν», Πλάτ.) 2. μεταφράζω νεοελλ. 1. εκθέτω τα αίτια ενός γεγονότος ή φαινομένου («ἐξηγῶ τὴν ἔκλειψη τοῡ Ηλίου») 2. μέσ. δίνω… … Dictionary of Greek